Τα Βελανίδια είναι οικισμός των Βυζαντινών χρόνων, κάτι που μαρτυρά το πλήθος των βυζαντινών ναών που είναι διάσπαρτοι σε όλη την έκταση. Πιθανότατα ο οικισμός που δημιουργήθηκε περί το 1718 στη θέση ‘Παλιοκαμάρες είναι συνένωση πολλών μικρότερων και παλαιοτέρων κάτι που εξηγείτε από την ανάγκη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για την δημιουργία πιο οργανωμένων οικισμών.

Όπως μαρτυρούν χαλάσματα κοντά στο ναό του Αγίου Παντελεήμονος ο οικισμός αυτός εγκαταλείφτηκε οριστικά από τους γηγενής οι οποίοι μετακινήθηκαν στην σημερινή θέση του οικισμού, η οποία υποθέτουμε ότι κατοικήθηκε γύρω στα 1770, με την εγκατάσταση Σπετσιωτών φυγάδων μετά τα Ορλωφικά.

Έτσι πραγματοποιήθηκε η συνένωση των δυο οικισμών και η εξέλιξη του τα σημερινά Βελανίδια που φέρουν ξεκάθαρες αρχιτεκτονικές επιρροές από νησιώτικους οικισμούς κάτι που δικαιολογεί και δικαιολογείτε και από την τεράστια ανάπτυξη του ναυτικού επαγγέλματος σε αυτόν τον τόπο.

Κατά τον αρχαιολόγο Χάσλακ εδώ τοποθετείται η αρχαία πόλη Σίδη, και πιο συγκεκριμένα στο όρμο του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται ανατολικά του Κάβο Μαλέα.

Το μέρος αυτό επέλεξαν σημαντικές μορφές της εκκλησίας μας όπως ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Θωμάς οι εν Μαλεώ να ασκητέψουν και να θαυματουργήσουν.
 


Αρχαία πόλη Σίδης

 
Η πολίχνη Σίδη εικάζεται ότι πήρε το όνομά της από την κόρη του Δαναού ή κατ’ άλλους του Ζάρακα, βασιλιά της Καρύστου Ευβοίας που βρήκε καταφύγιο στη περιοχή του Μαλέα κυνηγημένη από τη θεά Ήρα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι επί του ακρωτηρίου υπήρχαν δυο ιερά, του Ποσειδώνος δυτικά ,και του Απόλλωνος ανατολικά, έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο σημείο που είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου(Βελανίδια) ίσως να βρισκόταν ο ναός του Απόλλωνα κάτι που ενισχύει την ύπαρξη της Σίδης σε αυτή την περιοχή , πρόσφατα ανακαλύφθηκε τυχαία ένα κτίριο πρωτοελλαδικής εποχής και άφθονα κεραμικά όστρακα σε μεγάλη έκταση.

Γερμανικό Παρατηρητήριο 2ου Παγκοσμίου Πολέμου
 
  Πρόκειται για ένα συγκρότημα στρατιωτικών κτιρίων που κατασκευάστηκε το 1942 από τους Γερμανούς, η ανέγερση του οποίου συνδέεται με την πολιτική της Γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας για την οχύρωση των παραλίων των περιοχών τω Βαλκανίων και του Αιγαίου, Η θέση του παρατηρητηρίου είναι στρατηγική, δεδομένου ότι επιτρέπει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας, τόσο προς την περιοχή του Αιγαίου όσο και των θαλασσίων οδών προς τη νότια Πελοπόννησο (παράκαμψη Πελοποννήσου), την Κρήτη κτλ. Το συγκρότημα αποτελείται από το κυρίως κτίριο (Α), το δευτερεύον κτίριο (Β), που στέγαζε ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις (γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος, επικοινωνίας κτλ.), το κτίριο (Γ) (κτίριο WC), μία μεγάλη υπαίθρια -ανοικτή υδατοδεξαμενή στα δυτικά του κτιρίου Α, ένα ασβεστοκάμινο, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ασβέστη κατά τη Φάση ανέγερσης των κτιρίων και τέσσερις ορθογωνικές κατασκευές -"βάσεις" ανατολικά του κτιρίου Α, προς την πλευρά της θάλασσας, με άγνωστη χρήση. Δυτικά του συγκροτήματος διασώζονται δύο τουλάχιστον κυκλικές κατασκευές από ξερολιθιά, που ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκαν ως σκοπιές -φυλάκια, που εξασφάλιζαν τον έλεγχο της πρόσβασης στο συγκρότημα από την περιοχή της Νεάπολης. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε με υλικά τόσο από την περιοχή όσο και με άλλα που μεταφέρθηκαν από τον Πειραιά με πλοίο, και με καταναγκαστική εργασία των κατοίκων των χωριών της περιοχής. Οι διαμορφώσεις αυτές δεν παραπέμπουν αποκλειστικά σε απλά στρατιωτικά κτίρια, αλλά η κατασκευή ουσιαστικά υποτάσσεται στις τεχνικές απαιτήσεις για τη λειτουργία του παρατηρητηρίου. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων, που αναφέρουν τη μεταφορά από τον Πειραιά γεννητριών ρεύματος, χάλκινων καλωδίων μεγάλου μήκους, αλλά και τις τέσσερις "βάσεις" στην ανατολική πλευρά του κτιρίου Α (δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως βάσεις επάκτιων πυροβολείων). Οι λοιπές κατασκευές στον περιβάλλοντα χώρο ολοκληρώνουν την εικόνα ενός συγκροτήματος με ειδική στρατιωτική χρήση. Παράλληλα, το συγκρότημα του Γερμανικού ναυτικού παρατηρητηρίου αποτελεί ένα μοναδικό για την ευρύτερη περιοχή δείγμα στρατιωτικών τεχνικών έργων που κατασκευάσθηκαν από τους Γερμανούς, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της ναυσιπλοΐας στην ευαίσθητη αυτή περιοχή της Μεσογείου κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.


 Μικρό Άγιον Όρος
 
  Το μέρος αυτό επέλεξαν σημαντικές μορφές της εκκλησίας μας όπως ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Θωμάς οι εν Μαλεώ να ασκητέψουν και να θαυματουργήσουν.
  Ο Γάλλος συνταγματάρχης Σεν Βενσάν, γυρνώντας στην πατρίδα του, Ιούνη του 1829, δημοσίευσε: «Μου εφάνη σαν ζωγραφιά του Βαν Ντάικ. Πλημμυρισμένος από φως και πίσω του σύννεφα σκοτεινά. Ντυμένος στα κουρέλια και στο φως της ανατολής. Τον έβλεπα με τη διόπτρα να κοιτά τον ήλιο και να τον χαιρετά...». Εξάλλου η περιοχή γνωστή και σαν μικρό Άγιο Όρος φιλοξενεί πλήθος από εκκλησάκια πολλά από αυτά κτισμένα τον 12ο με 13ο αιώνα

 Αλιεία στα Βελανίδια - Ιστορική διαδρομή
   Οι Βελανιδιώτες, όπως και οι υπόλοιποι Βατικιώτες θεωρούνται από τους καλύτερους ναυτικούς και ψαράδες. Η εξοικείωση του Βελανιδιώτη με τη θάλασσα αρχίζει από πολύ μικρή ηλικία 9-12 ετών που πηγαίνει ως βοηθός ναυτοπαίς (μούτσος ή τζόβενο, χαϊδεύτηκα καραβοσκυλάκι) στα ψαροκάικα, διχτυάρικα και τις τράτες. Η ναυτική αλιευτική δραστηριότητα των Βελανιδιωτών εξαπλώνεται σε μεγάλη έκταση γεωγραφικά και ενισχύεται με την εγκατάσταση τους σχεδόν σε όλη την Ελλάδα αλλά και εκτός Ελλάδος. Με αυτόν τον τρόπο οι ψαράδες από τα Βελανίδια θα μπορούσαν δικαίως να χαρακτηρισθούν «αλιείς θαλασσοπόροι».

Αρχικά, η αλιευτική δραστηριότητα και το ναυτεμπόριο εκτυλίσσονται γύρω από την Νότια και την Ανατολική Λακωνία ως τις Σπέτσες-Ύδρα-Γύθειο-. Κατόπιν φθάνουν ως την Κρήτη με μόνιμες εγκαταστάσεις στο Ηράκλειο, στον Άγιο Νικόλαο, στα Χανιά κ.α. από εκεί πλέον η Κρήτη θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για τις αλιευτικές εξορμήσεις τους με τις μεγάλες μηχανότρατες στη Βόρεια Αφρική και τον Ατλαντικό. Η ανάπτυξη εξ αλλού του βιομηχανικού κέντρου του Λαυρίου οδήγησε πολλούς Βατικιώτες και ιδιαιτερα Βελανιδιώτες να δραστηριοποιηθούν και σε αυτή την πόλη και αργότερα να εγκατασταθούν μαζικά μονιμα. Ελάχιστοι Βελανιδιώτες είχαν εγκατασταθεί στα Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα στην Κάλυμνο, όπως ο Γιάννης Αθανασάκος, ο οποίος εκπαίδευσε τους Καλύμνιους στο αποδοτικό επαγγελματικό ψάρεμα.

Η γεωγραφική απογείωση της αλιευτικής δραστηριότητας εκτός Μεσογείου των Βελανιδιωτών ως ναυτικών, αλλά και ως ιδιοκτητών αλιευτικών, πέρασε από διάφορα στάδια. Το επόμενο βήμα ήταν η είσοδος στις υπερπόντιες αλιευτικές επιχειρήσεις περισσοτέρων γνωστών εφοπλιστών της Ελλάδας και του εξωτερικού από το χώρο της εμπορικής ναυτιλίας, π.χ. Λιβανός, Βερνίκος, Λάτσης κ.α. Αυτί οι επιχειρηματίες επάνδρωναν τα αλιευτικά και τα πλοία ψυγεία τους με Βελανιδιώτες.
  Στις αρχές της δεκαετίας το 1970 υπολογίζονταν πάνω από 60 τα ελληνικά αλιευτικά, που ψάρευαν στον Ατλαντικό, από τα οποία τα περισσότερα ήταν βατικιώτικα και πολλά βελανιδιώτικα.
   Το 1993 με τον πρώτο πόλεμο ταυ Περσικού, κινδύνεψαν πολλοί Βελανιδιώτες ναυτικοί που εργάζονταν στα αλιευτικά του Λάτση. Οι πιο γνωστοί Βελανιδιώτες για την δραστηριότητα τους στον Ατλαντικό ήταν στην οικονομική τους ακμή ο Χρήστος Κρητικός, που είχε δέκα μηχανότρατες και ένα πλοίο ψυγείο, ο Κώστας Ιωαν. Κρητικός, ο οποίος είχε ιδρύσει την εταιρεία «Αργοαλιευτική» και διέθετε πέντε μηχανότρατες και δύο ατλαντικά πλοία ψυγεία και ο Παναγ. Καρατζής με μεγάλο πλοίο ψυγείο συνεταιρικά με άλλους. Επίσης ο Χρήστος Αντωνάκος (παρατσούκλι Καρβουνιαράκος) αρχικά στον Περσικό Κόλπο και κατόπιν στον Ατλαντικό καθώς και τα αδέλφια Πατσάκηδες, παιδιά του Τάσου, στον Ατλαντικό που είχαν τις επιχειρήσεις τους συνεταιρικά με ξένους. Οι Βελανιδιώτες ναυτικοί και ψαράδες είναι τόσο δεμένοι με τη θάλασσα, παρά τη σκληρότητα της ναυτικής ζωής, ώστε μετά τη συνταξιοδότησή τους αποσύρονται συχνά στο χωριό και ασχολούνται συστηματικά, αλλά ερασιτεχνικά με το ψάρεμα. Φαίνεται ότι έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο εθνότυπο ή βασική προσωπικότητα, που καθορίζεται από το τοπικό κοινωνικό-οικονομικό και πολιτισμικό τους σύστημα . Αγοράζουν μικρές βάρκες και δίχτυα ή παραγάδια, ανάλογα με τα κέφια τους και τη κλίση τους. Οι συζητήσεις στο καφενείο του χωριού περιστρέφονται γύρω από το ψάρεμα: Για τα δίχτυα που έριξαν και επειδή έπιασε βοριάς, θα πάνε να τα σηκώσουν, όταν «μαλακώσει» ο καιρός, για το ψάρεμα του κυνηγού (είδος ψαριού) με δόλωμα από ζαργάνα, για το φορτωμένο Τσιρίγο και για το καθούρι και την κατεβασιά (καταιγίδα, βροχερός καιρός με δυνατό αέρα), που θα ξεσπάσει το απόγευμα κ.λ.π.

Το παραπάνω κείμενο είναι αποσπάσματα από την εξαιρετική δουλειά του δρ. Αλεξάκη Π. Ελευθέριου.

Λίγα λόγια για τα Βελανίδια. Το χωριό βρίσκεται κτισμένο στο νοτιότερο άκρο του ορεινού όγκου του Πάρνωνα. Από τα Βελανίδια μπορεί να επισκεφτεί κανείς τη βόρεια πλευρά του Κάβο-Μαλέα και το φάρο του, που χτίστηκε το 1860 και είναι ένας από τους παλαιότερους αλλά και τους τελειότερους της Μεσογείου.
Τα Βελανίδια είναι οικισμός των Βυζαντινών χρόνων, κάτι που μαρτυρά το πλήθος των βυζαντινών ναών που είναι διάσπαρτοι σε όλη την έκταση. Πιθανότατα ο οικισμός που δημιουργήθηκε περί το 1718 στη θέση ‘Παλιοκαμάρες είναι συνένωση πολλών μικρότερων και παλαιοτέρων κάτι που εξηγείτε από την ανάγκη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για την δημιουργία πιο οργανωμένων οικισμών.
Τι μπορείτε να δείτε και να θαυμάσετε στα Βελανίδια! Μπορείτε να κολυμπήσετε στις πανέμορφες γνωστές αλλά και κρυφέςπαραλίες, Μπορείτε να επισκεφτείτε τα δεκάδες μικρά εξωκκλήσια, τα περισσότερα κατασκευασμένα μεταξύ 12ου - 14ου αιώνα, Στο ύψωμα πάνω από τα Βελανίδια μπορείτε να επισκεφτείτε το 'ΕΡΓΟ' πρόκειται για ένα συγκρότημα στρατιωτικών κτιρίων που κατασκευάστηκε το 1942 από τους Γερμανούς, Ο φάρος του Κάβο Μαλέα ένα στολίδι πρόσφατα ανακαινισμένος και χαρακτηρισμένος ως ιστορικό και διατηρητέο μνημείο της σύγχρονης ιστορίας, σε ένα θρυλικό ακρωτήρι σας περιμένει να τον επισκεφτείτε και να απολαυσετε το απέραντο γαλάζιο.

Είδατε περισσότερο